Με ποιά σειρά γεννήθηκες;


Όταν ήμασταν παιδιά διαβάζαμε στα παραμύθια ότι ο πρωτότοκος πρίγκιπας είναι πάντα ο θαρραλέος, που μπορεί να διαδεχτεί επάξια τον πατέρα του. Από την άλλη, ο μικρότερος πρίγκιπας είναι πάντα πιο τυχερός και προικισμένος με ιδιαίτερα χαρίσματα. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς έχουν δημιουργηθεί όλα αυτά τα στερεότυπα;

Την οικογένεια μας, τους γονείς και τα αδέλφια μας, δεν μπορούμε να τους επιλέξουμε. Ωστόσο, όταν είμαστε παιδιά έχουμε αυτή την ψευδαίσθηση. Έτσι λέμε: «Θέλω μια αδελφούλα για να παίζουμε μαζί με τις κούκλες» ή «Θα ήθελα έναν μικρότερο αδελφό για να παλεύουμε και να τον καθοδηγώ». Τις περισσότερες φορές όμως απογοητευόμαστε γιατί άλλο φανταζόμαστε και άλλο μας έρχεται. Το αδελφάκι που έρχεται όχι μόνο δεν παίζει μαζί μας αλλά είναι κλαψιάρικο και μονοπωλεί το ενδιαφέρον της μαμάς και του μπαμπά. Υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα στον τρόπο που βλέπει τον κόσμο το πρωτότοκο παιδί, εκείνο που βρέθηκε «ανάμεσα» σε ένα προηγούμενο και σε ένα επόμενο και το τελευταίο παιδί που θα μείνει πάντα το «μικρό» της οικογένειας.

Είναι λάθος να θεωρούμε ότι τα παιδιά της ίδια οικογένειας έχουν διαμορφωθεί στο ίδιο περιβάλλον. Αν και μοιράζονται κοινές πλευρές των οικογενειακών εμπειριών, η ψυχολογική κατάσταση κάθε παιδιού είναι διαφορετική από εκείνη των άλλων παιδιών, λόγω της σειράς γέννησης τους και της ερμηνείας που δίνουν τα ίδια σε αυτή.

Το πρωτότοκο παιδί γεννιέται σε ένα περιβάλλον όπου οτιδήποτε κάνει είναι μια καινούρια και ξεχωριστή εμπειρία για τους γονείς. Λαμβάνει την αμέριστη προσοχή και των δύο γονιών, περισσότερα ερεθίσματα ή ακόμη και περισσότερο χρόνο. Αναπόφευκτα οι γονείς εναποθέτουν στο πρώτο τους παιδί όλα τα όνειρα και τις υψηλές προσδοκίες τους. Έτσι το παιδί νιώθει την πίεση της επιτυχίας από πολύ νεαρή ηλικία. Σε αυτό το πλαίσιο, το μεγαλύτερο παιδί βιώνει τον ερχομό ενός δεύτερου παιδιού σαν μια τεράστια απειλή που το γεμίζει με συναισθήματα ζήλιας και θυμού, αλλά και ενοχής. Το μικρό χαριτωμένο αδελφάκι του «κλέβει» την αμέριστη προσοχή που απολάμβανε ως τότε και κλονίζεται η αίσθηση της ασφάλειας. Σαφέστατα κάθε παιδί αντιδρά διαφορετικά, αλλά συχνά τα πρωτότοκα αντιδρούν με επιθετικότητα ή έντονες συμπεριφορές ώστε να καταφέρουν να κερδίσουν λίγη προσοχή ή να διεκδικήσουν και πάλι την ξεχωριστή τους θέση μέσα στην οικογένεια.

Από την άλλη πλευρά, το δεύτερο παιδί από τη στιγμή της γέννησης του μαθαίνει να μοιράζεται. Μοιράζεται την προσοχή, τον χρόνο και τα χάδια των γονιών του με το μεγαλύτερο αδελφάκι του. Η παρουσία του πρώτου παιδιού αποτελεί για το ίδιο σημείο αναφοράς, σύμμαχο αλλά κυρίως πρότυπο και ανταγωνιστή. Το δεύτερο παιδί νιώθει σαν να «εκπαιδεύεται» συνεχώς για να ξεπεράσει ένα εμπόδιο. Ωστόσο, πολλές φορές το δεύτερο παιδί μεγαλώνει σε πιο ήπια κατάσταση, καθώς οι γονείς του είναι πια πιο ώριμοι, συνειδητοποιημένοι και έμπειροι ως προς το ρόλο τους.

Το μεσαίο παιδί ξεκινά τη ζωή του σε μια πορεία όπου οι εντυπώσεις έχουν ήδη κερδηθεί από το πρωτότοκο. Η ιδιαίτερη προσοχή που μπορεί να λαμβάνει ως μικρότερο παιδί διαρκεί επίσης λίγο καθώς σύντομα η προσοχή μετατοπίζεται στη γέννηση του τρίτου παιδιού. Είναι γεγονός πως όταν γεννιέται το τρίτο παιδί, οι γονείς και το πρώτο παιδί στρέφουν το ενδιαφέρον τους επάνω του κι έτσι το μεσαίο παιδί μένει τελείως μετέωρο. Σ’ αυτό το στάδιο μπορεί να νιώσει σαν «αόρατο» μέσα στην οικογένεια του. Συνεπώς, το μεσαίο παιδί μπορεί από νωρίς να νιώσει την ανάγκη να στηριχτεί περισσότερο στον εαυτό του ή να ψάξει για συμμάχους εκτός οικογενείας, π.χ. φίλους ή άλλους συγγενείς. Έτσι δημιουργούν από νωρίς έναν μεγάλο κύκλο στενών κοινωνικών γνωριμιών. Επίσης πολλές φορές τα μεσαία παιδιά ακολουθούν μια επαγγελματική σταδιοδρομία τελείως διαφορετική από τα αδέλφια τους, καθώς μεγαλώνουν πολύ πιο χαλαρά και αυτόνομα και λιγότερο φορτωμένα με γονεϊκές προσδοκίες από τα αδέλφια τους.

Τέλος, το μικρότερο παιδί της οικογένειας μεγαλώνει μέσα στις αντιφάσεις. Από τη μια δέχεται χάδια και αγκαλιές από όλους και από την άλλη έλλειψη εμπιστοσύνης και επικρίσεις. Συχνά τα μικρότερα παιδιά βιώνουν μια έλλειψη σεβασμού από τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, που θεωρούνται «πιο έξυπνα», «πιο ικανά» κοκ. Επίσης, το τελευταίο παιδί της οικογένειας βιώνει την ασφάλεια, που του παρέχει όλη αυτή η προσοχή που δέχεται, η οποία ορισμένες φορές φτάνει στα όρια της υπερπροστατευτικότητας ή υπερβολικής επιείκειας. Έτσι δεν του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει επαρκώς όρια και υποχρεώσεις σε σχέση με τους δικούς του. Όταν αργότερα στη ζωή του προσπαθήσει να κερδίσει την ίδια μεταχείριση και από τις υπόλοιπες σχέσεις του, διαπιστώνει πως οι άλλοι δεν είναι διατεθειμένοι να του την προσφέρουν. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ενηλικιώνεσαι, όταν για τους άλλους είσαι πάντα ο μικρός.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως παρότι με τον ερχομό μας στην οικογένεια καταλαμβάνουμε μια θέση στη σειρά των μελών, αυτή δεν αποτελεί αυτόματα από μόνη της έναν ρόλο. Ο ρόλος δίνεται από τους γονείς, λέγοντας για παράδειγμα στο μεγαλύτερο παιδί: «Εσύ είσαι μεγάλος τώρα και πρέπει να προσέχεις πως φέρεσαι….» ή στο μικρότερο παιδί: «Μην προσπαθήσεις να το κάνεις μόνος σου, είσαι μικρός και δεν ξέρεις εσύ…».

Κάθε παιδί μέσα στο ίδιο σπίτι, «βλέπει» μια τόσο διαφορετική όψη της ίδιας πραγματικότητας!



Υπογράφει η Ψυχολόγος
Νατάσα Λογδανίδου



 

Σχόλια